- ηλιαστικός
- ἡλιαστικὸς, -ή, -όν (Α) [ηλιαστής]αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῡ γέροντος» — δικαστή, μέλους τής ηλιαίας, Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡλιαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαστικόν — ἡλιαστικός of masc acc sg ἡλιαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαστικοῦ — ἡλιαστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)